αριθμοδείκτες

αριθμοδείκτες
Στη στατιστική είναι δοσμένοι οι λόγοι που προκύπτουν από τη διαίρεση του κάθε όρου μιας ακολουθίας με έναν ορισμένο από αυτούς και τον πολλαπλασιασμό έπειτα του κάθε πηλίκου με μια δύναμη του 10, συνήθως με το 100. Με τον τρόπο αυτό η στατιστική ακολουθία μετασχηματίζεται σε ακολουθία αριθμών-δεικτών, που είναι συνεπώς καθαροί αριθμοί και φυσικά ανεξάρτητοι από τη μονάδα μέτρησης (είναι λόγοι «επί τοις 100» μεταξύ αριθμών που αναφέρονται στο ίδιο φαινόμενο). Ο όρος της ακολουθίας, με τον οποίο διαιρούνται όλοι οι όροι της, ονομάζεται βάση των α. Οι α. χρησιμοποιούνται γενικά για την ανάλυση και την έκφραση με αποτελεσματικό τρόπο ακολουθιών, που αναφέρονται στη στατιστική της παραγωγής και των τιμών. Αυτοί οι καθαροί αριθμοί δείχνουν, πολύ καλύτερα από τους απόλυτους αριθμούς, τις ετήσιες μεταβολές και επιτρέπουν ακόμα τη σύγκριση μεταξύ των α. διαφόρων προϊόντων μέσα στον ίδιο χρόνο. Για την παράσταση των α. χρησιμοποιούνται, γενικά, τα διαγράμματα και τα ιστογράμματα, γιατί με τη βοήθειά τους γίνονται φανερές οι τάσεις αύξησης, σταθερότητας ή μείωσης της παραγωγής. Οι σχετικοί με τις μεταβολές της παραγωγής α. ονομάζονται συνήθως απλοί α., ενώ εκείνοι που χρησιμοποιούνται για την έκφραση των μεταβολών των τιμών ονομάζονται σύνθετοι α. Για τον υπολογισμό τους χρησιμοποιείται η μέση τιμή περισσότερων ακολουθιών απλών α. που αφορούν διάφορα αγαθά σε διάφορα έτη. Οι πιο γνωστοί είναι οι α. που αναφέρονται σε χονδρικές τιμές και σε τιμές κόστους ζωής. Για τον υπολογισμό τους διάφορα ινστιτούτα στατιστικής εξετάζουν τις από διάφορους τόπους τιμές των προϊόντων χονδρικής και λιανικής πώλησης, των προϊόντων γενικής κατανάλωσης και εκείνων που καταναλώνονται από έναν περιορισμένο αριθμό οικογενειών, που ονομάζονται οικογένειες-τύποι. Οι α. κόστους ζωής μαζί με τους άλλους α. χρησιμεύουν ως μέτρο κρίσης για την αξία του νομίσματος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • δείκτης — Αυτός που δείχνει· κάθε όργανο μέτρησης που χρησιμεύει για να δείχνει· ένας ενδεικτικός αριθμός. (Ανατ.) Το δεύτερο, μετά τον αντίχειρα, δάχτυλο του χεριού του ανθρώπου, που ονομάστηκε έτσι γιατί συνήθως χρησιμοποιείται για να δείχνει. (Μαθημ.) Δ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”